- διαπνοή
- Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των στομάτων είναι μεγαλύτερος.
Η ποσότητα των υδρατμών που αποβάλλει το φυτό κατά τη δ. εξαρτάται από την ένταση του φωτός, τις κλιματικές συνθήκες, τον αριθμό των στομάτων και την υφή της εξωτερικής επιφάνειας των φύλλων. Το φως επιδρά στους χλωροφυλλοκόκκους των στοματικών αποφρακτικών κυττάρων, αυξάνοντας την ωσμοτική πίεση, με αποτέλεσμα να διαστέλλονται τα στόματα του φύλλου και να διευκολύνεται η δ. Το ζεστό και ξηρό ατμοσφαιρικό περιβάλλον αποτελεί παράγοντα που ευνοεί την αύξηση της δ. ενώ, αντίθετα, η υγρή ατμόσφαιρα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Στα φυτά των ζεστών και ξηρών χωρών, για να αποφευχθεί η υπερβολική απώλεια νερού με τη μορφή υδρατμών, παρουσιάζονται ορισμένες μορφολογικές και οργανικές προσαρμογές, όπως η ύπαρξη τριχωτών φύλλων με περιορισμένη επιφάνεια και μικρό αριθμό στομάτων, η πυκνότερη σύσταση κυτταρικών χυμών, που επιτυγχάνεται με τη συσσώρευση οργανικών οξέων ή βλεννών κλπ., οι οποίες περιορίζουν τη δ. Αντίστροφα φαινόμενα παρατηρούνται, εξάλλου, στα φυτά των υγρών χωρών.
Η λειτουργία της δ. επιτρέπει στο φυτό να ανανεώνει, σύμφωνα με τις ανάγκες του, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες του και να εξασφαλίζει έτσι την αναγκαία ποσότητα των ανόργανων αλάτων που μεταφέρονται με αυτό. Υπολογίζεται ότι για τη μεταφορά των ανόργανων ουσιών οι οποίες απαιτούνται για τη σύνθεση ενός κιλού ξηρής φυτικής ουσίας απαιτούνται 350-400 κιλά νερού. Κατά συνέπεια, η ποσότητα των υδρατμών που αποβάλλονται από τα φυτά κατά τη δ. είναι τεράστια, γεγονός που εξηγεί και την καθοριστική επίδραση των δασών στις κλιματικές συνθήκες μιας περιοχής.
* * *η (Α διαπνοή) [διαπνέω]η αποβολή υδρατμών και διοξειδίου τού άνθρακα μέσω τών πόρων τών φυτών, τών ζώων και τού ανθρώπου και η πρόσληψη οξυγόνουνεοελλ.φρ. «άδηλος διαπνοή» — η διαπνοή, επειδή ποσοτικώς αντιστοιχεί προς το ένα εκατοστό τής αναπνοής που συντελείται με τους πνεύμονεςαρχ.1. δίοδος για το πέρασμα τού ανέμου2. εξάτμιση.
Dictionary of Greek. 2013.